Η καφεΐνη βρίσκεται σε διάφορα φυτά, όπως οι σπόροι του καφέ και του κακάο, τα φύλλα τσαγιού, οι καρποί guarana και κόλα, και προστίθεται σε μη αλκοολούχα ποτά και ποικίλα φάρμακα που είτε συνταγογραφούνται είτε όχι. Ενεργεί ως φυσικό φυτοφάρμακο, προστατεύοντας τα φυτά από τα έντομα που τρέφονται από αυτά. Η μέση περιεκτικότητα σε καφεΐνη του αλεσμένου καβουρδισμένου καφέ είναι περίπου 85 mg ανά 150ml (1 φλιτζάνι), του στιγμιαίου καφέ είναι 60 mg, του ντεκαφεϊνέ είναι 3 mg, του τσαγιού από φύλλα ή από φακελάκι είναι 30 mg, του στιγμιαίου τσαγιού είναι 20 mg και του κακάο ή της ζεστής σοκολάτας είναι 4 mg. Ένα ποτήρι (200 ml) ενός μη αλκοολούχου ποτού που περιέχει καφεΐνη, περιέχει μεταξύ 20 – 60mg καφεΐνης.
Στην Ευρώπη οι ενήλικες καταναλώνουν κατά μέσον όρο 200 mg ημερησίως (κυμαινόμενο από 100 ώς 400 mg), κυρίως από καφέ και τσάι, αλλά και από μη αλκοολούχα ποτά, συμπεριλαμβανομένων των «ενεργειακών ποτών». Εντούτοις, η δόση εξαρτάται σημαντικά από τις πολιτιστικές συνήθειες των ανθρώπων. Οι βόρειες ευρωπαϊκές χώρες είναι γνωστές για τη μεγάλη κατανάλωσή τους σε καφέ: στην Δανία, την Φινλανδία, την Νορβηγία ή την Σουηδία η μέση κατανάλωση καφεΐνης φθάνει τα 400 mg/ημέρα. Τα παιδιά, οι νεαροί ενήλικες και όσοι απέχουν από τον καφέ προσλαμβάνουν την καφεΐνη συνήθως υπό μορφή τσαγιού και μη αλκοολούχων ποτών.
Η παρουσία καφεΐνης πρέπει να δηλώνεται σαφώς στα ποτά που περιέχουν περισσότερα από 150 mg/L, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2002/67/E. Αυτός ο κανόνας ισχύει για μερικά μη αλκοολούχα ποτά και ενεργειακά ποτά που περιέχουν καφεΐνη, αλλά όχι για το τσάι, τον καφέ, και τα παραπροϊόντα τους, καθώς οι καταναλωτές υποτίθεται ότι γνωρίζουν ότι πρόκειται για σημαντικές πηγές καφεΐνης και επειδή η περιεκτικότητα σε καφεΐνη θα εξαρτηθεί από τον τρόπο προετοιμασίας (μεγαλύτερος χρόνος έγχυσης ή εξαγωγής). Τα κράτη-μέλη έχουν εθνική νομοθεσία για να συμμορφωθούν με αυτήν την οδηγία.
Μεταβολισμός της καφεΐνης
Η καφεΐνη φθάνει στην κυκλοφορία του αίματος μέσα σε 30-45 λεπτά από την κατάποση. Διανέμεται στη συνέχεια σε όλο το νερό του σώματος και αργότερα μεταβολίζεται και εκκρίνεται μέσω των ούρων. Ο μέσος χρόνος ημιζωής της καφεΐνης στο σώμα είναι 4 ώρες (οι εκτιμήσεις ποικίλλουν μεταξύ 2-10 ωρών). Η εγκυμοσύνη επιβραδύνει τον ρυθμό με τον οποίο μεταβολίζεται η καφεΐνη και οι έγκυες γυναίκες γενικά διατηρούν σταθερά τα επίπεδα καφεΐνης για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα.
Η δυνατότητα της καφεΐνης να ενισχύει την επαγρύπνηση και τη συνεχή προσοχή έχει τεκμηριωθεί καλά, και ο αρχικός τρόπος δράσης της ως διεγερτικού του κεντρικού νευρικού συστήματος οφείλεται στη δράση της ως ανταγωνιστή της αδενοσίνης. Η αδενοσίνη είναι μια φυσική χημική ουσία του σώματος που ενεργεί ως αγγελιοφόρος στη ρύθμιση της δραστηριότητας του εγκεφάλου και στον έλεγχο των καταστάσεων διέγερσης και ύπνου (είναι ένα «σήμα κούρασης»). Η καφεΐνη εμποδίζει συγκεκριμένους υποδοχείς της αδενοσίνης στο νευρικό ιστό, συμπεριλαμβανομένου του εγκεφάλου, διατηρώντας κατά συνέπεια την κατάσταση της διέγερσης. Με αυτόν τον μηχανισμό η καφεΐνη μπορεί να ενισχύσει την ικανότητα για διανοητική και σωματική προσπάθεια προτού προκύψει η κούραση. Η δέσμευση των υποδοχέων της αδενοσίνης μπορεί επίσης να είναι υπεύθυνη για τη συστολή των αιμοφόρων αγγείων, που ανακουφίζει από την πίεση των ημικρανιών και των πονοκεφάλων και εξηγεί γιατί η καφεΐνη είναι συστατικό πολλών αναλγητικών χαπιών (1,2).
Ευαισθησία στην καφεΐνη
Οι άνθρωποι διαφέρουν πολύ στην ευαισθησία τους στην καφεΐνη. Οι επιστήμονες ανακάλυψαν πρόσφατα ένα «γονίδιο αργού μεταβολισμού»: τα άτομα με αυτό το γονίδιο αποβάλλουν την καφεΐνη πιο αργά (1). Μια πρόσφατη επιδημιολογική μελέτη έδειξε ότι σε άτομα με αυτή την κατάσταση η κατανάλωση καφέ συνδέεται με υψηλότερο κίνδυνο για μη μοιραίο καρδιακό επεισόδιο, δείχνοντας ότι η καφεΐνη μπορεί να παίζει ρόλο σε αυτήν τη συσχέτιση. Αυτό πρέπει να επιβεβαιωθεί σε μελλοντικές μελέτες.
Οι έγκυες και τα άτομα που πάσχουν από κάποιες ιατρικές καταστάσεις ή είναι ευαίσθητα στην καφεΐνη, πρέπει να προσέχουν και να διατηρούν την πρόσληψη καφεΐνης σε μέτρια επίπεδα. Τα περισσότερα από τα διαθέσιμα επιδημιολογικά στοιχεία προτείνουν ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, εάν η συνολική πρόσληψη είναι κάτω από 300 mg ανά ημέρα. Το ερώτημα για πιθανές επιδράσεις στην εγκυμοσύνη και το έμβρυο αν τακτικά προσλαμβάνεται μεγαλύτερη από αυτό το επίπεδο ποσότητα καφεΐνης παραμένει ανοικτό. Λαμβάνοντας υπόψη αυτό, και λόγω του αργού ρυθμού μεταβολισμού της καφεΐνης στην εγκυμοσύνη, ενδείκνυται ο μετριασμός της πρόσληψης καφεΐνης, από οποιαδήποτε πηγή, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Για τα παιδιά, που κανονικά δεν καταναλώνουν πολύ τσάι ή καφέ, τα «ενεργειακά» ποτά, τα ποτά τύπου κόλα ή άλλα μη αλκοολούχα ποτά αντιπροσωπεύουν πρόσληψη ισοδύναμη με 5,3 mg ανά kg σωματικού βάρους ανά ημέρα (π.χ. 160 mg της καφεΐνης για ένα παιδί 10 χρονών). Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε παροδικές συμπεριφορικές αλλαγές, όπως αυξημένη διέγερση, οξυθυμία, νευρικότητα ή ανησυχία.
Οξείες επιπτώσεις της καφεΐνης
Δόσεις 100-600 mg καφεΐνης παράγουν γρηγορότερες και καθαρότερες σκέψεις και καλύτερο γενικό συντονισμό του σώματος. Ως προς τις αρνητικές επιδράσεις, η καφεΐνη μπορεί να οδηγήσει σε ανησυχία και απώλεια λεπτών μηχανικών ελέγχων. Ποσά μεγαλύτερα από 2000 mg μπορούν να προκαλέσουν αϋπνία, τρέμουλο και γρήγορη αναπνοή. Αυτά τα συμπτώματα εμφανίζονται μερικές φορές και σε χαμηλότερες δόσεις. Με συχνή κατανάλωση, ωστόσο, αναπτύσσεται ανοχή για πολλές από αυτές τις επιδράσεις – οι διεγερτικές ιδιότητες της καφεΐνης επηρεάζουν λιγότερο τους τακτικούς καταναλωτές του καφέ από τους περιστασιακούς.
Η καφεΐνη έχει πολλές άλλες οξείες επιδράσεις. Διεγείρει την απελευθέρωση κορτιζόλης και αδρεναλίνης, τα οποία προκαλούν αύξηση στην πίεση αίματος και τον καρδιακό ρυθμό. Έχει επίσης διουρητικές επιδράσεις, καθώς προκαλεί βρογχική χαλάρωση, αυξάνει την παραγωγή γαστρικού οξέος και αυξάνει τον μεταβολικό ρυθμό.
Καφεΐνη και υγεία
Οι περισσότερες σχετικές με την καφεΐνη και την υγεία μελέτες είναι στην πραγματικότητα βασισμένες στον καφέ. Το γεγονός αυτό καθιστά συχνά πολύ δύσκολο να διακρίνουμε τα αποτελέσματα της καφεΐνης ξεχωριστά από τα αποτελέσματα του ποτού συνολικά.
Μέτριες προσλήψεις καφεΐνης μέχρι 300 mg, ή αντίστοιχα 3 φλιτζάνια καφέ, συνήθως δεν προκαλούν ανησυχίες σχετικά με την υγεία, υπό την προϋπόθεση ότι οι άλλες συνήθειες του τρόπου ζωής (διατροφή, κατανάλωση οινοπνεύματος, κάπνισμα και άσκηση) είναι υγιεινές.
Καρδιαγγειακή νόσος
Για αρκετές δεκαετίες, η καφεΐνη ήταν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος για τις έρευνες αναφορικά με τις καρδιαγγειακές παθήσεις, επειδή συνδεόταν πιθανώς με αλλαγές στα λιπίδια του αίματος, με την πίεση του αίματος, με την αρρυθμία και άλλες βλάβες των καρδιακών λειτουργιών. Αν και η μέτρια κατανάλωση καφεΐνης, απουσία κάποιου ιατρικού προβλήματος, συνήθως δεν συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο καρδιακών παθήσεων, είναι δύσκολο να αποκλειστεί οποιαδήποτε σχέση για τη βαριά κατανάλωσή τους. Η υψηλή κατανάλωση καφεΐνης συνδέεται συνήθως με την υψηλή κατανάλωση καφέ, η οποία συνδέεται συχνά με άλλους παράγοντες που επηρεάζουν την πιθανότητα για καρδιαγγειακή νόσο – αυτοί οι παράγοντες, για παράδειγμα, περιλαμβάνουν το κάπνισμα, τη σωματική αδράνεια, την κατανάλωση κορεσμένων λιπών ή την κατάχρηση αλκοόλ.
Πίεση αίματος
Αν και η κατανάλωση καφεΐνης έχει θεωρηθεί κατά τη διάρκεια αρκετών δεκαετιών ότι αυξάνει την πίεση του αίματος, πιο πρόσφατες κλινικές και εργαστηριακές μελέτες αποτυγχάνουν να καταδείξουν ότι τα συνήθη επίπεδα κατανάλωσης έχουν κάποια επίδραση. Παρά τις αποκλίσεις των αποτελεσμάτων, αντιδράσεις αυξημένης πίεσης αίματος έχουν αναφερθεί συχνότερα σε άτομα μη συνηθισμένα στην καφεΐνη, σε νεότερα άτομα και μετά από πολύ υψηλές προσλήψεις. Ελλείψει οριστικών επιστημονικών στοιχείων, σε άτομα που πάσχουν ήδη από υπέρταση συστήνεται το μέτρο στην κατανάλωση καφεΐνης (3).
Χοληστερόλη (χοληστερίνη)
Οι μελέτες, κυρίως από τις χώρες της Σκανδιναβίας, έχουν δείξει ότι ο καφές μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα ολικής και LDL-χοληστερόλης (κακή χοληστερόλη), γνωστοί παράγοντες κινδύνου για τις καρδιακές παθήσεις. Αυτή η επίδραση φαίνεται να περιορίζεται στον βρασμένο, όχι φιλτραρισμένο, καφέ (ο φιλτραρισμένος, ο διηθημένος ή ο στιγμιαίος καφές δεν αυξάνουν τη χοληστερόλη αίματος) και να μη συνδέεται με την καφεΐνη. Αυτή η επίδραση φαίνεται να προκαλείται από κάποια συστατικά του καφέ, καλούμενα ως διτερπένια, που υπάρχουν σε υψηλότερες ποσότητες σε κάποιες ποικιλίες κόκκων καφέ, αλλά αφαιρούνται με το φιλτράρισμα.
Στεφανιαία νόσος
Τα στοιχεία για τη σύνδεση μεταξύ της μακροπρόθεσμης τακτικής κατανάλωσης καφέ και του κινδύνου για στεφανιαία νόσο δεν δείχνουν αυξημένο κίνδυνο από τη μέτρια κατανάλωση καφέ. Μια μεγάλη προοπτική μελέτη πληθυσμού που δημοσιεύτηκε το 2006, (4) η οποία παρακολούθησε περισσότερους από 120.000 Αμερικανούς από 14 έως 20 χρονών, απέτυχε να παρέχει οποιαδήποτε στοιχεία ότι ο καφές ή η συνολική πρόσληψη καφεΐνης αυξάνει τον κίνδυνο για στεφανιαία νόσο, ακόμη και μεταξύ των βαρέων καταναλωτών (κατανάλωση υψηλότερη ή ίση με 6 φλιτζάνια/ημέρα). Ωστόσο, δύο πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι η πρόσληψη καφέ μπορεί να προκαλέσει μη μοιραίο έμφραγμα του μυοκαρδίου σε ορισμένα άτομα: περιστασιακοί καταναλωτές μικρών ποσοτήτων καφέ (λιγότερο ή ίσο με 1 φλιτζάνι/ημέρα), άτομα που έχουν τρεις ή περισσότερους παράγοντες κινδύνου για στεφανιαία νόσο και άτομα με αργό μεταβολισμό της καφεΐνης. Διάφορες μελέτες δείχνουν ότι αυτοί που καταναλώνουν μέτριες ποσότητες καφέ έχουν χαμηλότερο κίνδυνο στεφανιαίων καρδιακών παθήσεων, γεγονός που μπορεί να οφείλεται στα αντιοξειδωτικά συστατικά του καφέ (5). Δεν υπάρχει καμία αποδεδειγμένη συσχέτιση μεταξύ της καφεΐνης και της αρρυθμίας, μιας κατάστασης όπου η καρδιά κτυπά ακανόνιστα και συχνά πολύ γρήγορα.
Καρκίνος
Δεν υπάρχουν στοιχεία ότι η πρόσληψη καφεΐνης είναι παράγοντας κινδύνου για την ανάπτυξη καρκίνου σε ανθρώπους και αυτή η άποψη υποστηρίζεται από την Παγκόσμια Αντικαρκινική Εταιρεία, η οποία, σε μια πλήρη αναθεώρηση της, δήλωσε ότι: «τα περισσότερα στοιχεία προτείνουν ότι η συχνή κατανάλωση καφέ ή/και τσαγιού δεν έχει καμία σημαντική σχέση με τον κίνδυνο καρκίνου σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος». Αντιθέτως, πρόσφατη έρευνα προτείνει ότι η κατανάλωση καφέ μπορεί να είναι προστατευτική ενάντια στην ανάπτυξη ορισμένων καρκίνων, όπως του παχέος εντέρου και του ήπατος, αλλά αυτό είναι ακόμα υπό έρευνα.
Άλλα πιθανά οφέλη για την υγεία
Ο καφές μπορεί να έχει προστατευτικές επιδράσεις ενάντια στον διαβήτη τύπου 2, το Parkinson και τις ηπατικές ασθένειες (κίρρωση και ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα). Υπάρχουν αυξανόμενα στοιχεία που δείχνουν ότι η κατανάλωση καφέ μπορεί να είναι προστατευτική ενάντια στην ανάπτυξη του διαβήτη τύπου 2. Όπως με πολλούς τομείς έρευνας, ο ακριβής μηχανισμός αυτής της προφανούς προστατευτικής επίδρασης πρέπει να διευκρινιστεί. Φαίνεται ότι ουσίες που βρίσκονται στον καφέ, εκτός από την καφεΐνη, ευθύνονται για την επίδραση αυτή, καθώς τέτοιου είδους επιδράσεις παρατηρούνται και στα καφεϊνούχα και στα ντεκαφεϊνέ προϊόντα.
Υπάρχουν, επίσης, αυξανόμενα πρόσφατα στοιχεία ότι η κατανάλωση καφέ μπορεί να βοηθήσει στη διατήρηση των γνωσιακών λειτουργιών κατά τη γήρανση. Αυτά τα μακροπρόθεσμα οφέλη μπορεί να συνδέονται με την καφεΐνη και τα φλαβονοειδή του καφέ, τα οποία και τα δύο είναι αντιοξειδωτικά, αλλά κάτι τέτοιο θα πρέπει να επιβεβαιωθεί.
Στην Ευρώπη οι ενήλικες καταναλώνουν κατά μέσον όρο 200 mg ημερησίως (κυμαινόμενο από 100 ώς 400 mg), κυρίως από καφέ και τσάι, αλλά και από μη αλκοολούχα ποτά, συμπεριλαμβανομένων των «ενεργειακών ποτών». Εντούτοις, η δόση εξαρτάται σημαντικά από τις πολιτιστικές συνήθειες των ανθρώπων. Οι βόρειες ευρωπαϊκές χώρες είναι γνωστές για τη μεγάλη κατανάλωσή τους σε καφέ: στην Δανία, την Φινλανδία, την Νορβηγία ή την Σουηδία η μέση κατανάλωση καφεΐνης φθάνει τα 400 mg/ημέρα. Τα παιδιά, οι νεαροί ενήλικες και όσοι απέχουν από τον καφέ προσλαμβάνουν την καφεΐνη συνήθως υπό μορφή τσαγιού και μη αλκοολούχων ποτών.
Η παρουσία καφεΐνης πρέπει να δηλώνεται σαφώς στα ποτά που περιέχουν περισσότερα από 150 mg/L, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2002/67/E. Αυτός ο κανόνας ισχύει για μερικά μη αλκοολούχα ποτά και ενεργειακά ποτά που περιέχουν καφεΐνη, αλλά όχι για το τσάι, τον καφέ, και τα παραπροϊόντα τους, καθώς οι καταναλωτές υποτίθεται ότι γνωρίζουν ότι πρόκειται για σημαντικές πηγές καφεΐνης και επειδή η περιεκτικότητα σε καφεΐνη θα εξαρτηθεί από τον τρόπο προετοιμασίας (μεγαλύτερος χρόνος έγχυσης ή εξαγωγής). Τα κράτη-μέλη έχουν εθνική νομοθεσία για να συμμορφωθούν με αυτήν την οδηγία.
Μεταβολισμός της καφεΐνης
Η καφεΐνη φθάνει στην κυκλοφορία του αίματος μέσα σε 30-45 λεπτά από την κατάποση. Διανέμεται στη συνέχεια σε όλο το νερό του σώματος και αργότερα μεταβολίζεται και εκκρίνεται μέσω των ούρων. Ο μέσος χρόνος ημιζωής της καφεΐνης στο σώμα είναι 4 ώρες (οι εκτιμήσεις ποικίλλουν μεταξύ 2-10 ωρών). Η εγκυμοσύνη επιβραδύνει τον ρυθμό με τον οποίο μεταβολίζεται η καφεΐνη και οι έγκυες γυναίκες γενικά διατηρούν σταθερά τα επίπεδα καφεΐνης για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα.
Η δυνατότητα της καφεΐνης να ενισχύει την επαγρύπνηση και τη συνεχή προσοχή έχει τεκμηριωθεί καλά, και ο αρχικός τρόπος δράσης της ως διεγερτικού του κεντρικού νευρικού συστήματος οφείλεται στη δράση της ως ανταγωνιστή της αδενοσίνης. Η αδενοσίνη είναι μια φυσική χημική ουσία του σώματος που ενεργεί ως αγγελιοφόρος στη ρύθμιση της δραστηριότητας του εγκεφάλου και στον έλεγχο των καταστάσεων διέγερσης και ύπνου (είναι ένα «σήμα κούρασης»). Η καφεΐνη εμποδίζει συγκεκριμένους υποδοχείς της αδενοσίνης στο νευρικό ιστό, συμπεριλαμβανομένου του εγκεφάλου, διατηρώντας κατά συνέπεια την κατάσταση της διέγερσης. Με αυτόν τον μηχανισμό η καφεΐνη μπορεί να ενισχύσει την ικανότητα για διανοητική και σωματική προσπάθεια προτού προκύψει η κούραση. Η δέσμευση των υποδοχέων της αδενοσίνης μπορεί επίσης να είναι υπεύθυνη για τη συστολή των αιμοφόρων αγγείων, που ανακουφίζει από την πίεση των ημικρανιών και των πονοκεφάλων και εξηγεί γιατί η καφεΐνη είναι συστατικό πολλών αναλγητικών χαπιών (1,2).
Ευαισθησία στην καφεΐνη
Οι άνθρωποι διαφέρουν πολύ στην ευαισθησία τους στην καφεΐνη. Οι επιστήμονες ανακάλυψαν πρόσφατα ένα «γονίδιο αργού μεταβολισμού»: τα άτομα με αυτό το γονίδιο αποβάλλουν την καφεΐνη πιο αργά (1). Μια πρόσφατη επιδημιολογική μελέτη έδειξε ότι σε άτομα με αυτή την κατάσταση η κατανάλωση καφέ συνδέεται με υψηλότερο κίνδυνο για μη μοιραίο καρδιακό επεισόδιο, δείχνοντας ότι η καφεΐνη μπορεί να παίζει ρόλο σε αυτήν τη συσχέτιση. Αυτό πρέπει να επιβεβαιωθεί σε μελλοντικές μελέτες.
Οι έγκυες και τα άτομα που πάσχουν από κάποιες ιατρικές καταστάσεις ή είναι ευαίσθητα στην καφεΐνη, πρέπει να προσέχουν και να διατηρούν την πρόσληψη καφεΐνης σε μέτρια επίπεδα. Τα περισσότερα από τα διαθέσιμα επιδημιολογικά στοιχεία προτείνουν ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, εάν η συνολική πρόσληψη είναι κάτω από 300 mg ανά ημέρα. Το ερώτημα για πιθανές επιδράσεις στην εγκυμοσύνη και το έμβρυο αν τακτικά προσλαμβάνεται μεγαλύτερη από αυτό το επίπεδο ποσότητα καφεΐνης παραμένει ανοικτό. Λαμβάνοντας υπόψη αυτό, και λόγω του αργού ρυθμού μεταβολισμού της καφεΐνης στην εγκυμοσύνη, ενδείκνυται ο μετριασμός της πρόσληψης καφεΐνης, από οποιαδήποτε πηγή, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Για τα παιδιά, που κανονικά δεν καταναλώνουν πολύ τσάι ή καφέ, τα «ενεργειακά» ποτά, τα ποτά τύπου κόλα ή άλλα μη αλκοολούχα ποτά αντιπροσωπεύουν πρόσληψη ισοδύναμη με 5,3 mg ανά kg σωματικού βάρους ανά ημέρα (π.χ. 160 mg της καφεΐνης για ένα παιδί 10 χρονών). Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε παροδικές συμπεριφορικές αλλαγές, όπως αυξημένη διέγερση, οξυθυμία, νευρικότητα ή ανησυχία.
Οξείες επιπτώσεις της καφεΐνης
Δόσεις 100-600 mg καφεΐνης παράγουν γρηγορότερες και καθαρότερες σκέψεις και καλύτερο γενικό συντονισμό του σώματος. Ως προς τις αρνητικές επιδράσεις, η καφεΐνη μπορεί να οδηγήσει σε ανησυχία και απώλεια λεπτών μηχανικών ελέγχων. Ποσά μεγαλύτερα από 2000 mg μπορούν να προκαλέσουν αϋπνία, τρέμουλο και γρήγορη αναπνοή. Αυτά τα συμπτώματα εμφανίζονται μερικές φορές και σε χαμηλότερες δόσεις. Με συχνή κατανάλωση, ωστόσο, αναπτύσσεται ανοχή για πολλές από αυτές τις επιδράσεις – οι διεγερτικές ιδιότητες της καφεΐνης επηρεάζουν λιγότερο τους τακτικούς καταναλωτές του καφέ από τους περιστασιακούς.
Η καφεΐνη έχει πολλές άλλες οξείες επιδράσεις. Διεγείρει την απελευθέρωση κορτιζόλης και αδρεναλίνης, τα οποία προκαλούν αύξηση στην πίεση αίματος και τον καρδιακό ρυθμό. Έχει επίσης διουρητικές επιδράσεις, καθώς προκαλεί βρογχική χαλάρωση, αυξάνει την παραγωγή γαστρικού οξέος και αυξάνει τον μεταβολικό ρυθμό.
Καφεΐνη και υγεία
Οι περισσότερες σχετικές με την καφεΐνη και την υγεία μελέτες είναι στην πραγματικότητα βασισμένες στον καφέ. Το γεγονός αυτό καθιστά συχνά πολύ δύσκολο να διακρίνουμε τα αποτελέσματα της καφεΐνης ξεχωριστά από τα αποτελέσματα του ποτού συνολικά.
Μέτριες προσλήψεις καφεΐνης μέχρι 300 mg, ή αντίστοιχα 3 φλιτζάνια καφέ, συνήθως δεν προκαλούν ανησυχίες σχετικά με την υγεία, υπό την προϋπόθεση ότι οι άλλες συνήθειες του τρόπου ζωής (διατροφή, κατανάλωση οινοπνεύματος, κάπνισμα και άσκηση) είναι υγιεινές.
Καρδιαγγειακή νόσος
Για αρκετές δεκαετίες, η καφεΐνη ήταν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος για τις έρευνες αναφορικά με τις καρδιαγγειακές παθήσεις, επειδή συνδεόταν πιθανώς με αλλαγές στα λιπίδια του αίματος, με την πίεση του αίματος, με την αρρυθμία και άλλες βλάβες των καρδιακών λειτουργιών. Αν και η μέτρια κατανάλωση καφεΐνης, απουσία κάποιου ιατρικού προβλήματος, συνήθως δεν συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο καρδιακών παθήσεων, είναι δύσκολο να αποκλειστεί οποιαδήποτε σχέση για τη βαριά κατανάλωσή τους. Η υψηλή κατανάλωση καφεΐνης συνδέεται συνήθως με την υψηλή κατανάλωση καφέ, η οποία συνδέεται συχνά με άλλους παράγοντες που επηρεάζουν την πιθανότητα για καρδιαγγειακή νόσο – αυτοί οι παράγοντες, για παράδειγμα, περιλαμβάνουν το κάπνισμα, τη σωματική αδράνεια, την κατανάλωση κορεσμένων λιπών ή την κατάχρηση αλκοόλ.
Πίεση αίματος
Αν και η κατανάλωση καφεΐνης έχει θεωρηθεί κατά τη διάρκεια αρκετών δεκαετιών ότι αυξάνει την πίεση του αίματος, πιο πρόσφατες κλινικές και εργαστηριακές μελέτες αποτυγχάνουν να καταδείξουν ότι τα συνήθη επίπεδα κατανάλωσης έχουν κάποια επίδραση. Παρά τις αποκλίσεις των αποτελεσμάτων, αντιδράσεις αυξημένης πίεσης αίματος έχουν αναφερθεί συχνότερα σε άτομα μη συνηθισμένα στην καφεΐνη, σε νεότερα άτομα και μετά από πολύ υψηλές προσλήψεις. Ελλείψει οριστικών επιστημονικών στοιχείων, σε άτομα που πάσχουν ήδη από υπέρταση συστήνεται το μέτρο στην κατανάλωση καφεΐνης (3).
Χοληστερόλη (χοληστερίνη)
Οι μελέτες, κυρίως από τις χώρες της Σκανδιναβίας, έχουν δείξει ότι ο καφές μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα ολικής και LDL-χοληστερόλης (κακή χοληστερόλη), γνωστοί παράγοντες κινδύνου για τις καρδιακές παθήσεις. Αυτή η επίδραση φαίνεται να περιορίζεται στον βρασμένο, όχι φιλτραρισμένο, καφέ (ο φιλτραρισμένος, ο διηθημένος ή ο στιγμιαίος καφές δεν αυξάνουν τη χοληστερόλη αίματος) και να μη συνδέεται με την καφεΐνη. Αυτή η επίδραση φαίνεται να προκαλείται από κάποια συστατικά του καφέ, καλούμενα ως διτερπένια, που υπάρχουν σε υψηλότερες ποσότητες σε κάποιες ποικιλίες κόκκων καφέ, αλλά αφαιρούνται με το φιλτράρισμα.
Στεφανιαία νόσος
Τα στοιχεία για τη σύνδεση μεταξύ της μακροπρόθεσμης τακτικής κατανάλωσης καφέ και του κινδύνου για στεφανιαία νόσο δεν δείχνουν αυξημένο κίνδυνο από τη μέτρια κατανάλωση καφέ. Μια μεγάλη προοπτική μελέτη πληθυσμού που δημοσιεύτηκε το 2006, (4) η οποία παρακολούθησε περισσότερους από 120.000 Αμερικανούς από 14 έως 20 χρονών, απέτυχε να παρέχει οποιαδήποτε στοιχεία ότι ο καφές ή η συνολική πρόσληψη καφεΐνης αυξάνει τον κίνδυνο για στεφανιαία νόσο, ακόμη και μεταξύ των βαρέων καταναλωτών (κατανάλωση υψηλότερη ή ίση με 6 φλιτζάνια/ημέρα). Ωστόσο, δύο πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι η πρόσληψη καφέ μπορεί να προκαλέσει μη μοιραίο έμφραγμα του μυοκαρδίου σε ορισμένα άτομα: περιστασιακοί καταναλωτές μικρών ποσοτήτων καφέ (λιγότερο ή ίσο με 1 φλιτζάνι/ημέρα), άτομα που έχουν τρεις ή περισσότερους παράγοντες κινδύνου για στεφανιαία νόσο και άτομα με αργό μεταβολισμό της καφεΐνης. Διάφορες μελέτες δείχνουν ότι αυτοί που καταναλώνουν μέτριες ποσότητες καφέ έχουν χαμηλότερο κίνδυνο στεφανιαίων καρδιακών παθήσεων, γεγονός που μπορεί να οφείλεται στα αντιοξειδωτικά συστατικά του καφέ (5). Δεν υπάρχει καμία αποδεδειγμένη συσχέτιση μεταξύ της καφεΐνης και της αρρυθμίας, μιας κατάστασης όπου η καρδιά κτυπά ακανόνιστα και συχνά πολύ γρήγορα.
Καρκίνος
Δεν υπάρχουν στοιχεία ότι η πρόσληψη καφεΐνης είναι παράγοντας κινδύνου για την ανάπτυξη καρκίνου σε ανθρώπους και αυτή η άποψη υποστηρίζεται από την Παγκόσμια Αντικαρκινική Εταιρεία, η οποία, σε μια πλήρη αναθεώρηση της, δήλωσε ότι: «τα περισσότερα στοιχεία προτείνουν ότι η συχνή κατανάλωση καφέ ή/και τσαγιού δεν έχει καμία σημαντική σχέση με τον κίνδυνο καρκίνου σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος». Αντιθέτως, πρόσφατη έρευνα προτείνει ότι η κατανάλωση καφέ μπορεί να είναι προστατευτική ενάντια στην ανάπτυξη ορισμένων καρκίνων, όπως του παχέος εντέρου και του ήπατος, αλλά αυτό είναι ακόμα υπό έρευνα.
Άλλα πιθανά οφέλη για την υγεία
Ο καφές μπορεί να έχει προστατευτικές επιδράσεις ενάντια στον διαβήτη τύπου 2, το Parkinson και τις ηπατικές ασθένειες (κίρρωση και ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα). Υπάρχουν αυξανόμενα στοιχεία που δείχνουν ότι η κατανάλωση καφέ μπορεί να είναι προστατευτική ενάντια στην ανάπτυξη του διαβήτη τύπου 2. Όπως με πολλούς τομείς έρευνας, ο ακριβής μηχανισμός αυτής της προφανούς προστατευτικής επίδρασης πρέπει να διευκρινιστεί. Φαίνεται ότι ουσίες που βρίσκονται στον καφέ, εκτός από την καφεΐνη, ευθύνονται για την επίδραση αυτή, καθώς τέτοιου είδους επιδράσεις παρατηρούνται και στα καφεϊνούχα και στα ντεκαφεϊνέ προϊόντα.
Υπάρχουν, επίσης, αυξανόμενα πρόσφατα στοιχεία ότι η κατανάλωση καφέ μπορεί να βοηθήσει στη διατήρηση των γνωσιακών λειτουργιών κατά τη γήρανση. Αυτά τα μακροπρόθεσμα οφέλη μπορεί να συνδέονται με την καφεΐνη και τα φλαβονοειδή του καφέ, τα οποία και τα δύο είναι αντιοξειδωτικά, αλλά κάτι τέτοιο θα πρέπει να επιβεβαιωθεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου